Ναζιραίος

Ναζιραίος
Ναζιραῑος, -α, -ον (ΑΜ)
βλ. Ναζηραίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Nazarene (title) — For other uses, see Nazarene (disambiguation). Mary s Well, said to be the site of the Annunciation, Nazareth, 1917 Nazarene is a title applied to Jesus (c. 4 BC c. AD 30), who grew up in Nazareth …   Wikipedia

  • Ναζηραίος — και Ναζιραίος, ο (ΑΜ Ναζηραῑος και Ναζιραῑος) 1. συν. στον πληθ. οι Ναζηραίοι εκκλ. Ιουδαίοι ασκητές που ήταν αφιερωμένοι στον Θεό και αναλάμβαναν ένορκη υποχρέωση να αποφεύγουν ισόβια ή για ορισμένο χρονικό διάστημα τα οινοπνευματώδη ποτά και το …   Dictionary of Greek

  • Ναζωρικός — Ναζωρικός, ή, όν (Α) ο Ναζιραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ναζωραίος + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • ναζιραιότης — ναζιραιότης, ἡ (Α) [Ναζιραίος] το καθεστώς τών Ναζιραίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”